φορμορραφώ

φορμορραφώ
-έω, Α
(κυρίως παθ.) φορμορραφοῡμαι, -έομαι
(λ. που χρησιμοποιήθηκε με μτφ. σημ. από τον Δημοσθ. αλλά αποδοκιμάστηκε από τον Αισχίν.) περιπλέκομαι με αδέξιο τρόπο, με αποτέλεσμα να περιέλθω σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -ρραφῶ (< -ρραφος < ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρραφῶ, νευρο-ρραφῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”